Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το βαλς

  • 1 вальс

    вальс м το βαλς танцевать \вальсχορεύω βαλς
    * * *
    м
    το βαλς

    танцева́ть вальс — χορεύω βαλς

    Русско-греческий словарь > вальс

  • 2 вальс

    вальс
    м τό βαλς.

    Русско-новогреческий словарь > вальс

  • 3 вальсировать

    вальс||и́ровать
    несов χορεύω βάλς.

    Русско-новогреческий словарь > вальсировать

  • 4 вихрь

    вихр||ь
    м
    1. ὁ ἀνεμοστρόβιλος, ἡ ἀνεμοθύελλα·
    2. перен:
    в \вихрье вальса στον ίλιγγο τοῦ βαλς· в \вихрье событий στή δίνη τῶν γεγονότων.

    Русско-новогреческий словарь > вихрь

  • 5 тур

    тур I
    м в разн. знач. ὁ γῦρος:
    \тур вальса ὁ γῦρος τοῦ βαλς· первый \тур соревнований ὁ πρῶτος γδρος των ἀγώνων.
    тур II
    м зоол. τό πρωτόγονο βόδι.

    Русско-новогреческий словарь > тур

  • 6 вальс

    [βάλ'ς] ουσ α. βαλς

    Русско-греческий новый словарь > вальс

  • 7 вальс

    [βάλ'ς] ουσ α βαλς

    Русско-эллинский словарь > вальс

  • 8 бостон

    α.
    1. βοστόνι, είδος χαρτοπαιγνίου.
    2. είδος εκλεκτού υφάσματος.
    3. είδος αργού βαλς.

    Большой русско-греческий словарь > бостон

  • 9 вальс

    α.
    βαλς (χορός ή μουσικό έργο).

    Большой русско-греческий словарь > вальс

  • 10 вальсировать

    -рую, -руешь, к. -рую, -руешь, ρ.δ.
    χορεύω βαλς, στροβιλίζω.

    Большой русско-греческий словарь > вальсировать

  • 11 оттанцевать

    -цую, -цуешь ρ.σ.μ.
    1. χορεύω ως το τέλος•

    оттанцевать вальс χορεύω ως το τέλος το βαλς.

    2. τελειώνω το χορό.

    Большой русско-греческий словарь > оттанцевать

  • 12 пригласить

    -глашу, -гласишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приглашенный, βρ: -шен, -шена, -шено ρ.σ.μ.
    1. προσκαλώ•

    пригласить гостей προσκαλώ φιλοξενούμενους (επισκέπτες).

    || καλώ, φωνάζω•

    пригласить к больному врача.φωνάζω το γιατρό για τον άρρωστο.

    2. προτείνω, καλώ•

    пригласить на вальс προτείνω για (να χορέψομε) βαλς.

    || παίρνω, προσλαμβάνω•

    пригласить учителя προσλαμβάνω δάσκαλο.

    Большой русско-греческий словарь > пригласить

  • 13 протанцевать

    ρ.σ.μ.
    1. χορεύω•

    протанцевать вальс χορεύω βαλς.

    2. χορεύω (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > протанцевать

  • 14 размер

    α.
    1. μέγεθος• μέτρο•

    картина большого -а πίνακας μεγάλου μεγέθους•

    костюм большого -а κοστούμι μεγάλου μεγέθους•

    размер туфлей μέτρο (νούμερο) παπουτσιών.

    || διάσταση•

    комната большого -а δωμάτιο μεγάλων διαστάσεων (μεγάλου εμβαδού).

    2. ανάπτυξη•

    национально-освободительное движение приняло широкие -ы το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα πήρε μεγάλες διαστάσεις (έκταση).

    || κλίμακα•

    опыты в малом -е πειράματα σε μικρή κλίμακα.

    3. (φιλγ.) μέτρο•

    размер стихов το μέ-μέτρο των στίχων•

    ямбический размер ιαμβικό μέτρο.

    (μουσ.) μέτρο•

    вальсы и мазурки пишутся -ом в три четверти τα βαλς και οι μαζούρκες γράφονται σε μέτρο τρία τέταρτα (зд)-размеренность, -и θ.

    ρυθμικότητα, κανονικότητα, μέτρο.

    Большой русско-греческий словарь > размер

  • 15 танцевать

    -цую, -цуешь, μτχ. ενστ. танцующий ρ.δ.
    1. χορεύω•

    танцевать вальс, мазурку χορεύω βαλς, μαζούρκα•

    я не умею танцевать δεν ξέρω χορό.

    2. μτφ. βαδίζω χορευτά. || ταλαντεύομαι, τρεμουλιάζω•

    у старика руки -ют τα χέρ ια του γέρου τρέμουν.

    χορεύω. || χορεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > танцевать

  • 16 тур

    α.
    1. γύρος, κύκλος• μια στροφή•

    один тур вальса ένας γύρος του βαλς.

    || περιφορά, περιοδεία•

    тур по Европе ο γύρος της Ευρώπης•

    тур по городу ο γύρος της πόλης.

    2. στάδιο•

    первый тур работы конференции ο πρώτος γύρος των εργασιών της συνδιάσκεψης•

    второй тур президенских выборов δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών.

    || περίοδος (γύρος) σκακιού ή αγώνων.
    α. παλ.
    1. καλάθι με χώμα σαν προπέτασμα (από τις σφαίρες και οβίδες).
    2. καλάθι με πέτρες (σε υδροτεχνικά έργα).
    3. πυργίσκος από πέτρες (σε υψηλή κορυφή βουνού).
    α.
    1. άγριος ταύρος που εξέλειψε.
    2. καυκάσιος ορεινός τράγος.

    Большой русско-греческий словарь > тур

  • 17 фигурный

    επ., βρ: -рен, -рна, ярно.
    1. φιγουράτος•

    -ое зеркало φιγουράτος καθρέφτης.

    || σχεδιαστικός, για σχέδια•

    фигурный рубанок πλάνη για σχέδια.

    2. με φιγούρες•

    фигурный вальс βαλς με φιγούρες•

    -ое катание παγοδρομία με φιγούρες, καλλιτεχνικό πατινάζ.

    || για φιγούρες-фигурныйые коньки παγοπέδιλα για φιγούρες.
    3. παλ. βλ. фигуральный.
    4. ανθρώπινος, προσωπικός•

    -ая живопись προσωπογραφία (σε αντίθεση με τη ζωγραφική της φύσης).

    || εύσωμος, ευσώμα-τος, καλλίσωμος.
    εκφρ.
    фигурный полт – αεροπορικές επιδείξεις ή ακροβασίες.

    Большой русско-греческий словарь > фигурный

См. также в других словарях:

  • βαλς — (γαλλ. valse, γερμ. waltz). Χορός σε χρόνο τριών τετάρτων, που άνθησε τον 19o αι. Μακρινοί του πρόγονοι είναι οι γερμανικοί χοροί αλμάντ, λέντλερ κλπ., που ίσως ερμηνεύονταν με πιο ελεύθερο τρόπο. Ο όρος προέρχεται από το γερμανικό ρήμα walzen,… …   Dictionary of Greek

  • βαλς — το ευρωπαϊκός χορός: Tα βιεννέζικα βαλς είναι τα καλύτερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Στράους — (Strauss). Οικογένεια Αυστριακών μουσικών, που ασχολήθηκαν με την οπερέτα και τη χορευτική μουσική. Οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της είναι: 1. Γιόχαν Σ. (Βιέννη 1804 – 1849), ο γενάρχης. Αφού ακολούθησε άτακτες σπουδές, επιβλήθηκε το 1819 ως… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Λάνερ, Γιόζεφ — (Joseph Lanner, Βιέννη 1801 – Ομπερντίμπλινγκ 1843). Αυστριακός μουσικοσυνθέτης, διευθυντής ορχήστρας και βιολιστής. Ήταν αυτοδίδακτος και σε νεαρή ηλικία οργάνωσε ορχήστρα, για την οποία έγραφε χορευτική μουσική. Συγκαταλέγεται στους δημιουργούς …   Dictionary of Greek

  • Ντιαμπέλι, Άντον — (Anton Diabelli, Μάτζεε, Σάλτσμπουργκ 1781 – Βιέννη 1858). Αυστριακός μουσικός. Μαθητής του Μίκαελ Χάιντν στο Σάλτσμπουργκ, φανέρωσε πολύ σύντομα το μεγάλο ταλέντο του για το πιάνο καθώς και για άλλα μουσικά όργανα. Ικανός διοργανωτής μουσικών… …   Dictionary of Greek

  • Ραβέλ, Μορίς — (Ravel, Σιμπούρ, Ατλαντικά Πυρηναία 1875 – Παρίσι 1937). Γάλλος συνθέτης. Αν και έγινε γνωστός το 1895 με μια Χαμπανέρα, στην οποία έδινε τολμηρές αρμονικές λύσεις, η διείσδυση του Ρ. στον κόσμο της μουσικής υπήρξε αρκετά αργή. Φοίτησε στο Ωδείο… …   Dictionary of Greek

  • Liste der Germanismen — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. Hier werden deutsche Wörter gesammelt, die als Lehn oder… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste deutscher Fremdwörter in anderen Sprachen — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. Hier werden deutsche Wörter gesammelt, die als Lehn oder… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste deutscher Wörter im Russischen — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. Hier werden deutsche Wörter gesammelt, die als Lehn oder… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste von Germanismen — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. Hier werden deutsche Wörter gesammelt, die als Lehn oder… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»